- αήτη
- ἀήτη, η (Α)βλ. αήτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀήτη — fly fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀήτης blast masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀήτῃ — ἀήτη fly fem dat sg (attic epic ionic) ἀήτης blast masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀητέων — ἀήτη fly fem gen pl (epic ionic) ἀήτης blast masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀητῶν — ἀήτη fly fem gen pl ἀήτης blast masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀήταις — ἀήτη fly fem dat pl ἀήτης blast masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀήτης — ἀήτη fly fem gen sg (attic epic ionic) ἀήτης blast masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀήτα — ἀήτᾱ , ἀήτη fly fem nom/voc/acc dual ἀήτᾱ , ἀήτη fly fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀήτᾱ , ἀήτης blast masc nom/voc/acc dual ἀήτᾱ , ἀήτης blast masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀήτας — ἀήτᾱς , ἀήτη fly fem acc pl ἀήτᾱς , ἀήτη fly fem gen sg (doric aeolic) ἀήτᾱς , ἀήτης blast masc acc pl ἀήτᾱς , ἀήτης blast masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
αήτης — ἀήτης, ο και ἀήτη, η (Α) 1. (με τις γενικές «ἀνέμου» «ἀνέμων Ζεφύρου») δυνατό φύσημα, βίαια, θυελλώδης πνοή, θύελλα 2. (απόλ. χωρίς τη γενική) άνεμος, αέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄημι. ΣΥΝΘ. αρχ. ἀητόρρους] … Dictionary of Greek